χρονοτριβεῖ

χρονοτριβεῖ
χρονοτριβέω
waste time
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
χρονοτριβέω
waste time
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανάργητος — η, ο 1. αυτός που ήλθε χωρίς άργητα, χωρίς καθυστέρηση, έγκαιρα 2. αυτός που ενεργεί χωρίς να χρονοτριβεί 3. ακούραστος, άοκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν * στερ. + άργητος άλλος τ. του αργητός, του οποίου ο αναβιβασμός του τόνου οφείλεται σ’επίδραση του… …   Dictionary of Greek

  • κλωσσώ — και άω 1. (για τις όρνιθες και γενικά τα πτηνά) επωάζω 2. φρ. «πολύ τά κλωσσά τ αβγά του» ασχολείται για πολύ χρόνο με κάτι, χρονοτριβεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κλώσσω «κακαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • μελλητής — μελλητής, ὁ (Α) [μέλλω] αυτός που χρονοτριβεί, που αργοπορεί να κάνει κάτι («καὶ ἀργὸν εἶναι καὶ μελλητήν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • πασπάτης — α, ικο [πασπατεύω] αυτός που χρονοτριβεί, χασομέρης …   Dictionary of Greek

  • χασομέρης — ο, θηλ. χασομέρισσα, Ν [χασομέρι] 1. αργόσχολος 2. αυτός που χρονοτριβεί, που καθυστερεί …   Dictionary of Greek

  • χρόνιος — α, ο / χρόνιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [χρόνος] 1. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, που εξακολουθεί να υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. ιατρ. (για ασθένειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από βραδεία εξέλιξη και μεγάλη χρονική διάρκεια αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”